δωδεκάφυλος

δωδεκάφυλος
δωδεκάφυλος, ον (δωδεκα + φῦλον ‘race, tribe’ SibOr 3, 249; cp. δεκάφυλος, τετράφυλος Hdt. 5, 66, 2; SibOr 2, 171) consisting of or pert. to twelve tribes
of twelve tribes as adj. ἡ δ. (βίβλος) the twelve-tribe (record)=the record of the twelve tribes GJs 1:3.
subst. as a collective (B-D-F §263, 3) τὸ δ. the twelve tribes=our twelve-tribe entity Ac 26:7; δ. τοῦ Ἰσραήλ 1 Cl 55:6.—M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δωδεκάφυλος — δωδεκάφυλος, ον (AM) 1. ο διαιρεμένος σε δώδεκα φυλές 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ δωδεκάφυλον οι δώδεκα φυλές τού Ισραήλ …   Dictionary of Greek

  • δωδεκάφυλος — δωδεκάφῡλος , δωδεκάφυλος of twelve tribes masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωδεκάφυλον — δωδεκάφῡλον , δωδεκάφυλος of twelve tribes masc/fem acc sg δωδεκάφῡλον , δωδεκάφυλος of twelve tribes neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύλο — το / φῡλον, ΝΜΑ 1. το αρσενικό και το θηλυκό γένος ανθρώπων και ζώων (α. «ίσες ευκαιρίες για τα δύο φύλα» β. «σωμασκεῑν ἔταξεν οὐδὲν ἧττον τὸ θῆλυ τοῡ ἄρρενος φύλου», Ξεν. γ. «νῡν δὲ γυναικῶν φῡλον ἀείσατε», Ησίοδ.) 2. φυλή, εθνότητα (α. «οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”